- φενακιστής
- οο απατεώνας, ο αγύρτης, ο κατεργάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φενακιστής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακιστής — ο, ΝΜΑ [φενακίζω] απατεώνας … Dictionary of Greek
φενακισταί — φενακιστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φενακιστήν — φενακιστής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέναξ — ακος, ὁ και ἡ, Α 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) φενακιστής, απατεώνας (α. «ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ», Αριστοφ. β. «λόγον οὐ φένακα», Φίλ.) 2. κωμική ονομασία τού πτηνού φοῑνιξ* 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Φένακες·(στην Αθήνα) δαίμονες τής απάτης, στους … Dictionary of Greek
φενακίζω — ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ [φέναξ, ακος] εξαπατώ, παραπλανώ μσν. φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή αρχ. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας … Dictionary of Greek
φενακιστοσκόπιο — το, Ν οπτική συσκευή που παρήγε την ψευδαίσθηση κινούμενων σχεδίων, λόγω τού οπτικού μετεικάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phenakistiscope (< φενακιστής + σκόπιο*). Η λ., στον λόγιο τ. φενακιστοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1892… … Dictionary of Greek